-
1 κολάϊ
τό1) удобство, комфорт;ο καθένας κοιτάζει το κολάϊ του — каждый заботится о своём комфорте;
2) лёгкость, возможность достижения (чего-л.);§ δεν είναι κολάϊ — это не легко;
δεν γίνεται κολάϊ ( — это) невозможно поправить;
κάθε δουλιά έχει το κολάϊ της — к каждому делу нужен свой подход;
αυτός ο άνθρωπος έχει το κολάϊ του — у него достаточно средств (денег);
αυτός πάει με το κολάϊ του — а) он не торопится, не беспокоится; — б) он заботится о своём удобстве
См. также в других словарях:
πόρεψη — η εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή, αλλ. βόλεμα, βολή: Ο καθένας κοιτάζει την πόρεψή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek